Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το πρωτάθλημα

  • 1 πρωτάθλημα

    το чемпионат, первенство;

    τό παγκόσμιο πρωτάθλημα — чемпионат мира;

    πρωτάθλημα μπάσκετ — чемпионат по баскетболу;

    παίρνω το πρωτάθλημα — завоевать первенство, стать чемпионом;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρωτάθλημα

  • 2 πρωτάθλημα

    [протатлима] ουσ. о. чемпионат.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρωτάθλημα

  • 3 πρωτάθλημα

    [протатлима] ουσ ο чемпионат.

    Эллино-русский словарь > πρωτάθλημα

  • 4 πρωτάθλημα

    şampiyona, şampiyonluk

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > πρωτάθλημα

  • 5 πρωτάθλημα

    championnat

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > πρωτάθλημα

  • 6 πρωτάθλημα

    league

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρωτάθλημα

  • 7 championnat

    πρωτάθλημα

    Dictionnaire Français-Grec > championnat

  • 8 первенство

    первенство с το πρωτάθλημα* \первенство мира το διεθνές πρωτάθλημα· завоевать \первенство παίρνω το πρωτάθλημα
    * * *
    с
    το πρωτάθλημα

    пе́рвенство ми́ра — το διεθνές πρωτάθλημα

    завоева́ть пе́рвенство — παίρνω το πρωτάθλημα

    Русско-греческий словарь > первенство

  • 9 первенство

    первенство
    с спорт. τό πρωτάθλημα:
    \первенство мира τό παγκόσμιο πρωτάθλημα· завоевать \первенство παίρνω τό πρωτάθλημα

    Русско-новогреческий словарь > первенство

  • 10 первенство

    ουδ.
    το πρωτάθλημα•

    завоевать первенство καταχτώ (παίρνω) το πρωτάθλημα•

    соревнования за первенство мира αγώνες για το παγκόσμιο πρωτάθλημα.

    Большой русско-греческий словарь > первенство

  • 11 чемпионат

    α.
    το πρωτάθλημα•

    чемпионат по футболу πρωτάθλημα ποδοσφαίρου•

    шахматный чемпионат πρωτάθλημα σκακιού.

    Большой русско-греческий словарь > чемпионат

  • 12 рекорд

    рекорд м το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (τκ. спорт.)· побить \рекорд καταρρίπτω (или σπάζω) ρεκόρ; установить новый \рекорд σημειώνω νέα επίδοση (или νέο ρεκόρ)
    * * *
    м
    το ρεκόρ, η επίδοση; το πρωτάθλημα (тк. спорт.)

    поби́ть реко́рд — καταρρίπτω ( или σπάζω) ρεκόρ

    установи́ть но́вый реко́рд — σημειώνω νέα επίδοση ( или νέο ρεκόρ)

    Русско-греческий словарь > рекорд

  • 13 розыгрыш

    розыгрыш м 1) (займа, лотереи) η κλήρωση 2): \розыгрыш первенства το πρωτάθλημα
    * * *
    м
    1) (займа, лотереи) η κλήρωση
    2)

    ро́зыгрыш пе́рвенства — το πρωτάθλημα

    Русско-греческий словарь > розыгрыш

  • 14 чемпионат

    чемпионат м το πρωτάθλημα
    * * *
    м
    το πρωτάθλημα

    Русско-греческий словарь > чемпионат

  • 15 розыгрыш

    розыгрыш
    м
    1. (лотереи, займа) ἡ κλήρωση [-ις], ἡ ἐκκύβευση [-ις]·
    2. (ничья) ἡ ισοπαλία, τό ισόπαλο ἀποτέλεσμα·
    3. спорт. ἡ διεξαγωγή ἀγώνων:
    \розыгрыш первенства τό πρωτάθλημα, οἱ ἀγώνες πρωταθλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > розыгрыш

  • 16 чемпионат

    чемпион||ат
    м τό πρωτάθλημα

    Русско-новогреческий словарь > чемпионат

  • 17 championship

    1) (a contest held to decide who is the champion: The tennis championship will be decided this afternoon.) πρωτάθλημα
    2) (the act of defending or supporting: his championship of civil rights.) υπεράσπιση

    English-Greek dictionary > championship

  • 18 tournament

    ['tuənəmənt]
    (a competition in which many players compete in many separate games: I'm playing in the next tennis tournament.) πρωτάθλημα, τουρνουά

    English-Greek dictionary > tournament

  • 19 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 20 лидерство

    ουδ.
    αρχηγεία, ηγεσία. || το πρωτάθλημα, τα πρωτεία.

    Большой русско-греческий словарь > лидерство

См. также в других словарях:

  • πρωτάθλημα — το, Ν (αθλ.) 1. σειρά αγώνων από τους οποίους πρόκειται να αναδειχθεί ο πρωταθλητής ή η πρωταθλήτρια ομάδα τού συγκεκριμένου αθλήματος (α. «εθνικό πρωτάθλημα» β. «παγκόσμιο πρωτάθλημα») 2. η τελική νίκη σ αυτήν τη σειρά αγώνων, η κατάκτηση τής… …   Dictionary of Greek

  • πρωτάθλημα — το, ατος αγώνας για την ανάδειξη πρώτων στην επίδοση αθλητών: Πρωτάθλημα πάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • A1 Ethniki — Sportart Basketball Verband ESAKE Ligagründung 1927 …   Deutsch Wikipedia

  • Basketball in Griechenland — Mit dem sensationellen Gewinn der Basketball Europameisterschaft im Jahre 1987 brach in Griechenland eine wahre Basketball Euphorie aus, deren Nachwirkungen bis heute spürbar sind. Seitdem konnten griechische Mannschaften eine Reihe von… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Basketball — Mit dem sensationellen Gewinn der Basketball Europameisterschaft im Jahre 1987 brach in Griechenland eine wahre Basketball Euphorie aus, deren Nachwirkungen bis heute spürbar sind. Seitdem konnten griechische Mannschaften eine Reihe von… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Meister (Basketball) — A1 Ethniki Sportart Basketball Gründungsjahr 1927 Mannschaften 14 Teams …   Deutsch Wikipedia

  • μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • Nikola Jokišić — Personal information Full name Nikola Jokišić Date of birth 7 February 1971( …   Wikipedia

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»